-
1 στρείδι
[стриди] ουσ. о. устрица.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στρείδι
-
2 устрица
-
3 устрица
зоол. το στρείδι, το όστρεον.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устрица
-
4 устрица
устрицаж τό στρείδι, τό ὅστρεο[ν]. -
5 устрица
[ούστριτσα] ουσ. θ. στρείδι -
6 устрица
[ούστριτσα] ουσ θ στρείδι -
7 раковина
-ы θ.1. όστρακο, κογχύλιο (επιστ.), στρείδι (λκ.)• раковина улитки όστρακο του κοχλία•жемчужная раковина μαργαριτοφόρο όστρεο.
2. (ονομασία αντικειμένων σχήματος οστρέου)• κοιλότητα• λεκάνη. || ράβδωση (κάνης όπλου). -
8 раковый
-
9 устрица
-ы θ.όστρεον, στρείδι.
См. также в других словарях:
στρείδι — Κοινό όνομα μαλακίων της ομοταξίας των ακέφαλων ή ελασματοβράγχιων που ανήκουν στις οικογένειες των Οστρεϊδών και των Αβικουλιδών. Ένα είδος γνωστό ως περιζήτητη τροφή είναι το λεγόμενο σ. το εδώδιμο (strea edulis), διαδομένο στα παράκτια… … Dictionary of Greek
στρείδι — το 1. είδος ζώου που ανήκει στα μαλάκια. 2. άνθρωπος πολύ ενοχλητικός: Μου έγινε στρείδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οστρέα — η ζωολ. το στρείδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ostrea < λατ. ostrea «στρείδι» < όστρεον (βλ. λ. όστρακο)] … Dictionary of Greek
Fourni-Insel — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσέων DEC … Deutsch Wikipedia
Fourni-Inseln — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσέων DEC … Deutsch Wikipedia
Fourni (Ägäis) — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσεών … Deutsch Wikipedia
Fourni Inseln — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσέων DEC … Deutsch Wikipedia
Fourní (Insel) — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσέων DEC … Deutsch Wikipedia
Phournoi — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσέων DEC … Deutsch Wikipedia
ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… … Dictionary of Greek
λιμνόστρεον — λιμνόστρεον, τὸ (Α) εδώδιμο στρείδι που ζει μέσα σε λιμνοθάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + ὄστρεον «όστρακο»] … Dictionary of Greek